- υποδίψιος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που διεγείρει δίψα σε μικρό βαθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δίψα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐπι-δίψιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποδίψιον — ὑποδίψιος exciting thirst in some degree masc/fem acc sg ὑποδίψιος exciting thirst in some degree neut nom/voc/acc sg ὑ̱ποδίψιον , ὑποδιψάω to be somewhat thirsty imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὑ̱ποδίψιον , ὑποδιψάω to be somewhat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)